Κυριακή 24 Απριλίου 2022

Ο Μεγαλομάρτυρας Γεώργιος

 





 
Ο Άγιος Γεώργιος ο αποκαλούμενος και Τροπαιοφόρος γεννήθηκε το 275 μ.Χ. στα μέρη της Καππαδοκίας από γονείς χριστιανούς, θερμότατους στην πίστη. Για το λόγο ακριβώς αυτό φρόντισαν σαν χριστιανοί να αναθρέψουν και το γιο τους από πολύ μικρό με τα ιερά γράμματα των Γραφών «τα δυνάμενα, κατά τους λόγους του απ. Παύλου, σοφίσαι εις σωτηρίαν» (βλ. 2 Τιμ. 3,15). Από την πολυκύμαντη δε ζωή και τη δράση του Μεγαλομάρτυρα, ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτα είναι τα πιο κάτω:
α) Ο πόθος του μαρτυρίου
Όταν ο Γεώργιος ήταν ακόμη παιδί, ξέσπασε εναντίον των χριστιανών ένας διωγμός, κατά τον οποίο συνέλαβαν κάποια στιγμή τον πατέρα του που ομολόγησε με παρρησία την πίστη του και για το λόγο αυτό απέθανε με θάνατο μαρτυρικό. Στον τάφο δε του μάρτυρα πατέρα του μετέβαινε μαζί με τη μητέρα του και ο Άγιος, ενώ μέσα του άναβε ένας σφοδρότατος πόθος να μιμηθεί και αυτός τον πατέρα του και να γίνει μια ημέρα μάρτυρας του Χριστού. Τον πόθο του ακριβώς αυτό τον φοβήθηκε τότε η μητέρα του. Για το λόγο αυτό αναχώρησε κάποια στιγμή από την Καππαδοκία, για να εγκατασταθεί στη Λύδδα της Παλαιστίνης, νομίζοντας ότι θα φύλαγε από το μαρτυρικό θάνατο το φλογερό στην πίστη γιο της. Τα πράγματα, όμως, δεν εξελίχθηκαν σύμφωνα με τις δικές της προβλέψεις, αλλά με τις ανεξερεύνητες βουλές του Θεού, από τον οποίο, κατά την Αγία Γραφή, «τα διαβήματα ανθρώπου κατευθύνονται».
β) Η ενάρετη ζωή του ως στρατιωτικού
Όταν ο Άγιος έφτασε στην ηλικία των 18 ετών, πήρε την απόφαση να καταταγεί στο στρατό, μεταβαίνοντας για την πραγμάτωση του σκοπού του στη Νικομήδεια, την τότε πρωτεύουσα του ρωμαϊκού κράτους στην Ανατολή. Ως στρατιώτης δηλαδή διακρινόταν σύντομα, όχι μονάχα για τη γενναιότητα και το θάρρος, αλλά ταυτόχρονα και για την αγνή και γενικότερα ενάρετη ζωή. Για το λόγο δε αυτό παρουσιάζεται από τους βιογράφους του ως «ρόδον εν μέσω ακανθών», και ως «κρίνον ευωδιάζον». Ταυτόχρονα όμως ο Άγιος παρουσιαζόταν και ως εντελώς αφιλάργυρος και ταυτόχρονα υπερβολικά πονόψυχος, εφόσον με τα χρήματα που είχε κληρονομήσει γινόταν, κατά το απολυτίκιο της εορτής του
 «των αιχμαλώτων ελευθερωτής
και «των πτωχών υπερασπιστής,
ασθενούντων ιατρός,
βασιλέων υπέρμαχος».
Εξαιτίας δε των πιο πάνω αρετών και ιδιαίτερα της ανδρείας που έδειχνε και της αυτοθυσίας, έγινε κάποια στιγμή και αξιωματικός των Τριβούνων, αναλαμβάνοντας τελικά και το αξίωμα του κόμητα, δηλαδή του ηγεμόνα του στρατεύματος ή στρατηλάτη. Όσο πιο πολύ όμως ανέβαινε στη στρατιωτική ιεραρχία, τόσο πιο μεγάλη δραστηριότητα έδειχνε και στη διάδοση των ευαγγελικών διδαχών στο στράτευμα και στην κοινωνία που τον περιέβαλε, γιατί έμοιαζε, κατά τους λόγους του Κυρίου, με μια λυχνία που είχε τοποθετηθεί στο λυχνοστάτη.
γ) Οι θαρραλέες ομολογίες του στο διωγμό του Διοκλητιανού
Τον καιρό, όμως, εκείνο, που ο Άγιος υπηρετούσε στο στρατό, πρωταγωνιστώντας σε κάθε καλό, εκδόθηκε ένα διάταγμα από τον αυτοκράτορα Διοκλητιανό, σύμφωνα με το οποίο όλοι οι αξιωματικοί του στρατού έπρεπε να δείχνουν την αφοσίωσή τους στον αυτοκράτορα, προσφέροντας θυσίες στους νομιζόμενους της ειδωλολατρίας θεούς. Το διάταγμα όμως αυτό προκάλεσε τότε την αντίδραση του Αγίου, ο οποίος παρουσιάστηκε αυτόκλητος στο συνέδριο των αρχόντων της Νικομήδειας, στο οποίο ανέφερε θαρρετά ότι ήταν άδικος ο διωγμός εναντίον των χριστιανών, που δεν πρόσφεραν θυσίες στους θεούς της ειδωλολατρίας, γιατί οι θεοί αυτοί ήταν ανύπαρκτοι.
Ακούγοντας τα πιο πάνω ο επίτροπος του βασιλιά Μαγνέντιος, ρώτησε τότε τον Άγιο, γιατί γινόταν στην περίσταση εκείνη συνήγορος των χριστιανών. Και εκείνος αποκρίθηκε:
- Η αιτία που με ανάγκασε να αναφέρω τα πιο πάνω, είναι η αλήθεια, γιατί πιστεύω ότι είναι άδικο να καταδιώκονται άνθρωποι εντελώς αθώοι, που δεν έφταιξαν στο βασιλιά στο παραμικρό.
- «Και ποια είναι η αλήθεια», ξαναρώτησε ο Μαγνέντιος.
- Ο Χριστός είναι η αλήθεια, αποκρίθηκε ο Άγιος και η διδασκαλία, που Εκείνος έφερε στον κόσμο. Με τον τρόπο δε αυτό, κατά το Μεταφραστή Συμεών, «Θεού μεν αληθινού τον Χριστόν ωμολόγει, τα δε είδωλα... διέπτυέ τε και εμυκτήριζε» (Μ.115,145).
- «Μήπως είσαι και εσύ Χριστιανός;», τον ρώτησε τότε ευθέως ο Μαγνέντιος.
- «Δούλος ειμί του Χριστού μου», αποκρίθηκε τότε ξεκάθαρα ο Άγιος και επομένως είμαι χριστιανός. Και παρελθών εις μέσον, λέγει ο Μεταφραστής Συμεών, χριστιανόν εαυτόν ανεκήρυξεν και Χριστού δούλον υπάρχειν (Μ. 115, 145). Για τούτο, είπε στη συνέχεια, ήλθα σήμερα εδώ για να φανερώσω την αλήθεια και να ζητήσω τη δικαιοσύνη.
δ) Οι βασανισμοί τού Αγίου και η θαυμαστή υπομονή
Ύστερα από τα πιο πάνω, διατάχθηκε ο βασανισμός του Αγίου που γινόταν όλο και πιο σκληρός. Στην αρχή δηλαδή τον έδεσαν σε ένα ξύλο και «κοντώ την γαστέρα δισκρούειν εκέλευον» (Μ. 115, 145), ενώ εκείνος έλεγε:
- «Ευχαριστώ σοι Δέσποτα και Θεέ ότι με των σων αγαθών άξιον γενέσθαι παρασκευάζεις» (Μ. 115, 148).
Στη συνέχεια δε έριξαν τον Άγιο στη φυλακή, για να συνεχίσουν το βασανισμό την επόμενη ημέρα, προσδένοντας αυτόν σε ένα τεράστιο τροχό με μαχαίρια που κατέκοπταν το σώμα του, ενώ εκείνος υπέμεινε «γενναίως και καρτερικώς», πιστεύοντας ότι όσο πιο μεγάλα ήταν τα βάσανα για το Χριστό τόσο πιο μεγάλα θα ήταν και τα δωρήματα. Καθώς δε τον άφησαν δεμένο επάνω στον τροχό, οι ασεβείς διώκτες των χριστιανών τον ονείδιζαν λέγοντας «πού νυν ο Θεός Γεωργίου και διατί μη έλθοι των ημετέρων χειρών αυτού ρυσόμενος. Το ίδιο βράδυ όμως ένας Άγγελος του Θεού φάνηκε μέσα σε ένα έκπαγλο φως και έλυσε τον Άγιο από τα δεσμά, θεραπεύοντας τις πληγές του και εγκαρδιώνοντας αυτόν ταυτόχρονα, ενώ εκείνος όταν κατάλαβε το τι έγινε δόξαζε τον Κύριο λέγοντας: «Υψώσω σε ο Θεός μου ο βασιλεύς μου και ομολογήσω το όνομά σου εις τον αιώνα...» και παρόμοια. Αποτέλεσμα δε της θεραπείας αυτής ήταν το να πιστέψουν στο Χριστό δύο στρατηλάτες, ο Ανατόλιος και ο Πρωτολέων, που βρήκαν θάνατο μαρτυρικό για την πίστη τους, καθώς επίσης και η βασίλισσα Αλεξάνδρα, που, δείχνοντας θάρρος, ομολογούσε ότι πίστευε και αυτή στο Χριστό.
Παρά τα πιο πάνω όμως, τα βασανιστήρια του Αγίου συνεχίστηκαν. Στη συνέχεια δηλαδή τον έριξαν σε ένα καμίνι ασβέστου, από το οποίο ο Άγιος διαφυλάχτηκε αβλαβής, ενώ την ίδια στιγμή ο λαός που παρακολουθούσε φώναζε:
- «Μέγας ο των χριστιανών Θεός» (Μ. 115, 152). Το θαύμα δε αυτό και η υπομονή του προκάλεσε κάποια στιγμή την περιέργεια του Διοκλητιανού, που τον ρώτησε:
- Ποιος σου έσωσε τη ζωή;
- «Ο Χριστός, απάντησε ο Μεγαλομάρτυρας, ο Υιός του Θεού, Αυτός και εμέ και πάντας τους εις αυτόν πεπιστευκότας πτέρυξι τε αοράτως επισκιάζει και πάντας βλαβερού ρύεται» (Μ. 115, 152).
Ο Διοκλητιανός όμως και οι άλλοι άρχοντες δεν πίστευαν στα όσα άκουγαν και έβλεπαν, νομίζοντας ότι τα θαύματα που γίνονταν και η θαυμαστή καρτερία του ήταν αποτέλεσμα κάποιας μαγικής τέχνης του. Για τούτο οι άρχοντες εκείνοι πρόσταξαν στη συνέχεια να φορέσουν στον Άγιο σιδερένια υποδήματα, κοκκινισμένα στη φωτιά και να τον αναγκάσουν να τρέχει. Ούτε και αυτά όμως έκαναν κακό στον Άγιο, που, καθώς έτρεχε έλεγε: «Τρέχε, Γεώργιε, τρέχε τον της αθλήσεως ευπροθύμως δρόμον» (Μ. 115, 152). Τρέξε, δηλαδή, Γεώργιε πρόθυμα για να φτάσεις γρήγορα στο ποθούμενο τέρμα της σωτηρίας.
ε) Το γκρέμισμα και η συντριβή των ειδώλων στο ναό των ειδωλολατρών
Εξαιτίας δε της απιστίας του αυτοκράτορα και των άλλων θεραπευτών των ειδώλων, ο Άγιος κλείστηκε και πάλι στη φυλακή, όπου τα πλήθη προσέρχονταν με ευλάβεια στο μάρτυρα. Για τούτο ο αυτοκράτορας υποσχέθηκε στον άγιο άπειρα αγαθά, αν πρόσφερε μονάχα μία θυσία στο ναό του Απόλλωνα, στον οποίο τον οδήγησαν. Ο Άγιος όμως είχε ατσαλωμένη ήδη τη θέληση. Για τούτο ύστερα από μια έντονη προσευχή στράφηκε προς το άγαλμα εκείνο και ρώτησε:
- «Συ ει Θεός και σε δει προσκυνείν ανθρώπους;». Συ δηλαδή είσαι ο Θεός που πρέπει να προσκυνούν οι άνθρωποι;
Τότε το πονηρόν πνεύμα που είχε εξορκιστεί από τον Άγιο αποκρίθηκε:
- «Ουκ ειμί εγώ Θεός, ουδέ οι συν εμοί του ναού οικούντες» (Μ. 115, 157). Δεν είμαι, δηλαδή, εγώ Θεός, ούτε και όσοι κατοικούν μαζί με εμένα στο ναό αυτό.
- Αφού δεν είσθε θεοί, ξαναρώτησε τότε ο Άγιος, γιατί εξαπατάτε τους ανθρώπους ώστε να σας προσκυνούν ως θεούς;
Ύστερα από το ερώτημα αυτό και από το σημείο του σταυρού, που έκανε ο Άγιος προς το μέρος τους, ακούστηκε ένας μεγάλος θόρυβος και ταυτόχρονα θρήνος, καθώς οι δαίμονες απομακρύνονταν από το ιερό, ενώ και τα είδωλα του ναού γκρεμίζονταν από τις θέσεις τους και συντρίβονταν. «Αυτά τε τα είδωλα, λέγει ο Μεταφραστής Συμεών, ώσπερ υπό της κραταιάς χειρός κατασπώμενα, έτερον τω ετέρω συγκαταπίπτον εφέρετο και εις χουν ελεπτύνετο» (Μ. 115, 157), αποδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό ότι «ουκ εισί θεοί διά χειρών γινόμενοι» (Πρ. 19, 26).
στ) Το μαρτυρικό τέλος του
Ύστερα δε από όλα τα πιο πάνω, θα έλεγε κανένας ότι ο ειδωλολάτρης εκείνος βασιλιάς θα έβλεπε επιτέλους την αλήθεια και θα πίστευε στο Χριστό. Εκείνος όμως παρέμεινε, δυστυχώς, τυφλός πνευματικά και πωρωμένος σε τέτοιο βαθμό, ώστε να προστάξει τελικά την διά ξίφους θανάτωση όχι μονάχα του Αγίου αλλά και της δικής του συζύγου, Αλεξάνδρας, που είχε ομολογήσει ότι πιστεύει στο Χριστό και ότι είναι και αυτή χριστιανή. Στο δρόμο όμως εκείνο προς τον τόπο του μαρτυρίου τους η Αλεξάνδρα κάθισε για λίγο να ξεκουραστεί σε ένα λιθάρι και εκεί παρέδωσε την ψυχή της στο Θεό, ενώ ο Άγιος έκανε την τελευταία στη ζωή του προσευχή λέγοντας:
«Κύριε ο Θεός μου, στον οποίο αφιερώθηκα από αυτής της μητρικής κοιλίας..., η γλυκειά ελπίδα, η αψευδής επαγγελία, ο απαθής έρωτας των ψυχών... ενίσχυε με τον αγώνα αυτόν,τον οποίο υπέμεινα για τη δική Σου αγάπη, μέχρι το τέλος και δέξου την ψυχή μου στα ουράνια σκηνώματά Σου μεταξύ των Αγίων. Ύστερα δε από την προσευχή αυτή, στην οποία τελικά δεήθηκε και για τη συγχώρηση των διωκτών και δήμιων του για όσα «κατ’ αγνοίαν διεπράξαντο» (Μ. 115, 160), το κεφάλι του Αγίου έπεσε κάτω από το τσεκούρι του δημίου στην πόλη της Λύδδας, που έγινε από τότε κέντρο της ιδιαίτερης τιμής του Αγίου (βλ. ΘΗΡ 4,430), ενώ η ψυχή του πέταξε την ίδια στιγμή σαν περιστέρι στον κόσμο εκείνο, όπου δεν υπάρχουν αδικίες, αλλά φωτίζονταν όλοι με το φως το ανέσπερο. «Μετά την ευχήν, λέγει χαρακτηριστικά ο Μεταφραστής Συμεών, το ξίφος άμα και το στέφας εδέχετο» (Μ. 115, 161) από τον στεφανούντα «τους αθλητάς της ευσεβείας» Κύριο, το οποίο είθε να δεχτούμε μια ημέρα όλοι οι πιστοί.
Κλείνοντας δε το όλο θέμα, θα έλεγα ότι ο Άγιος δίκαια κατέκτησε τον τίτλο του Μεγαλομάρτυρα. Υπήρχε όμως, όπως φάνηκε, και μέγας ομολογητής του Χριστού και υπερασπιστής της αλήθειας και της δικαιοσύνης, δηλαδή των πιο βασικών αρχών κάθε ευνομούμενου κράτους και ιδιαίτερα κάθε δημοκρατίας. Τέτοιοι δε υπερασπιστές της αλήθειας και της δικαιοσύνης πρέπει να γινόμαστε με αυτοθυσία και όλοι οι χριστιανοί, εφόσον ο ίδιος ο Κύριος έλεγε ότι «Εγώ εις τούτο ελήλυθα, ίνα μαρτυρήσω τη αληθεία» (Ιω. 18, 37). Όλα τα του κόσμου άλλωστε ως ρέοντα παρέρχονται, ενώ η αλήθεια, που είναι ο Χριστός, «μένει εις τον αιώνα» (Ιω. 12, 34).